του Ιωσήφ Μποτετζάγια(το κείμενο δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό ΚΟΙΝΟΣ ΤΟΠΟΣ, Τχ 1, 2007)Παρακολουθώ με μεγάλο ενδιαφέρον τη συζήτηση για την χωροθέτηση αιολικών πάρκων ανά την ελληνική επικράτεια. Και το ενδιαφέρον μου μεγαλώνει ακόμα περισσότερο όσο βλέπω να συμφωνούμε όλοι και τίποτα να μην γίνεται! Γιατί προφανώς κανείς δεν διαφωνεί ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι μονόδρομος για την Ελλάδα. Αλλά δύσκολα θα βρεις δύο άτομα να συμφωνούν για το που θα χωροθετηθούν αυτά τα έρμα τα αιολικά πάρκα.
Στο παρόν σημείωμα δεν θα ήθελα να ασχοληθώ με το που πρέπει να χωροθετηθούν αυτά τα πάρκα (ώστε να μην κόβουν φέτες τα αποδημητικά πουλιά ή να μην υποβαθμίζουν το μοναδικό τοπίο του Αρχιπελάγους), ούτε με το ποια πρέπει να είναι η εγκαταστημένη ισχύς τους (ώστε να μην εξυπηρετούν τα συμφέροντα του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου αλλά μόνον τις ανάγκες των αγαθών κατοίκων του προαναφερθέντος Αρχιπελάγους – οι οποίοι τόσα χρόνια καίνε ανέμελα πετρέλαιο, το οποίο πληρώνουν οι υπόλοιποι ιθαγενείς αυτής της χώρας, για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε ηλεκτρικό) αλλά και ούτε με το αν είναι έργα φιλικά προς το περιβάλλον ή μάλλον ο διάβολος μεταμορφωμένος σε έλικα (Δες περιοδικό ΕΠΑΘΛΟ -για την κατάσταση στην Πελοπόννησο- και ηλεκτρονικό περιοδικό ΕΥΠΛΟΙΑ, για την κατάσταση στο Αιγαίο)
Θα επιθυμούσα να ασχοληθώ μία άλλη παράμετρο, η οποία σπανίως αποτελεί αντικείμενο συζήτησης: το κατά πόσον τα αιολικά πάρκα –αλλά και οι ΑΠΕ γενικότερα- αποτελούν λύση στο ενεργειακό-περιβαλλοντικό πρόβλημα της χώρας. Πριν, όμως, αναφερθώ σε αυτή την διάσταση αξίζει να αποσαφηνίσουμε ποιο είναι το ‘ενεργειακό-περιβαλλοντικό πρόβλημα’ της Ελλάδας. Η συνηθισμένη απάντηση –όπως τουλάχιστον προκύπτει από την δική μου ανάγνωση μελετών, δελτίων τύπου, ανακοινώσεων, άρθρων και εκπομπών- είναι μονολεκτική: ο λιγνίτης, ο οποίος ευθύνεται για τις μεγάλες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα στην Ελλάδα. Γι’ αυτό και κάθε Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Κλιματική Αλλαγή (αναφορικά με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου) προωθούσε με ευλάβεια την αλλαγή του μείγματος καυσίμων, από τον λιγνίτη στο φυσικό αέριο και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Πιστεύω, όμως, ότι αυτή δεν είναι παρά η κορυφή ενός (τεράστιου) παγόβουνου. Κατά την άποψη μου, το βασικό πρόβλημα είναι η τεράστια αύξηση της ενεργειακής (ιδιαίτερα ηλεκτρικής) ζήτησης στην χώρα μας.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά: σύμφωνα με πλέον πρόσφατη έρευνα της Διεθνούς Επιτροπής Ενέργειας (International Energy Association, IEA 2006) η τελική συνολική κατανάλωση ενέργειας στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 52% μεταξύ 1990 και 2004 (σ.21) ενώ η πρόβλεψη για την περίοδο 2004-2010 είναι +0,5% ετησίως (σ.22). Η κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας ειδικότερα αυξήθηκε κατά 70,1% μεταξύ 1990 και 2003, με την ‘οικιακή κατανάλωση’ να είναι πλέον ο μεγαλύτερος καταναλωτής (81% αύξηση από το 1990) (σ. 85).
Το γεγονός αυτό δεν είναι άσχετο του ότι η Ελλάδα έχει (1/1/2007) το φθηνότερο οικιακό ρεύμα (σε Σταθερές Αγοραστικής Δύναμης, Purchasing Power Standards, PSS) σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση των 27
[1]. Ούτε από το ότι για τους συμπολίτες μας είναι πλέον απίθανο (μεταξύ των Ευρωπαίων) να έχουν αναλάβει ή να προτίθενται να αναλάβουν μέτρα για εξοικονόμηση ενέργειας (Ειδικό Ευρωβαρόμετρο 2006, Νο 258, σ.98): χαρακτηριστικά η Ελλάδα είχε έναν από τους μικρότερους δείκτες «εξοικονόμησης ενέργειας» στην Ένωση (ο.π. 103).
Οι πρώτες αντιδράσεις στα παραπάνω δεδομένα θα ήταν οι μάλλον συνήθεις: ‘είμαστε για τα μπάζα!’, ‘δεν θα γίνουμε ποτέ άνθρωποι!’, ‘χρειάζεται εκπαίδευση!’, ‘πρέπει και να εξοικονομούμε ενέργεια’ και ούτω καθεξής. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι υδροφορείν εις πίθον Δαναΐδων –καθώς και ότι αδίκως σκοτωνόμαστε ανά την επικράτειαν!- αν νομίζουμε ότι τα αιολικά πάρκα (αλλά και το φυσικό αέριο και τα φωτοβολταϊκά) θα μπορέσουν από μόνα τους να κορέσουν την Ελληνική ενεργειακή δίψα. Και στον βαθμό που αυτή η δίψα παραμένει τόσο έντονη, θα πλασάρεται πάντα ως απαραίτητη η ενεργειακή ‘κουβέρτα’ του λιγνίτη ‘[ο οποίος] αποτελεί ένα καύσιμο στρατηγικής σημασίας για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας, αφενός λόγω της άμεσης διαθεσιμότητάς του και αφετέρου λόγω του απόλυτα ελεγχόμενου κόστους παραγωγής’ (Δελτίο Τύπου ΔΕΗ, 4 Οκτωβρίου 2005)
Εξοικονόμηση ενέργειας, λοιπόν. Αλλά εξοικονόμηση βάσει ποίου επιπέδου; Με άλλα λόγια, ποιο είναι το ελάχιστο ποσό ηλεκτρικής ενέργειας το οποίο πρέπει να καταναλώνει ένα νοικοκυριό –ώστε να καλύπτονται οι «ανάγκες» του- και πέραν του οποίου αρχίζει η σπατάλη; Όμως, ποιες είναι οι ανάγκες ενός νοικοκυριού σήμερα; Είναι το πλυντήριο πιάτων; Ο ψυγειοκαταψύκτης; Η μία τηλεόραση ανά δωμάτιο; Προφανώς σε αυτά τα ερωτήματα δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Όμως, δεν είναι αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημα: σημαντικότερο είναι το γεγονός ότι αυτή η συγκεκριμένη συζήτηση –ποιο είναι το όριο στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας;- δεν γίνεται, σχεδόν από κανέναν. Το περισσότερο που ακούει κανείς είναι μείωση χρήσης, αντικατάσταση ενεργοβόρων συσκευών, κατάργηση του stand-by κ.ο.κ. Όμως, όλα αυτά τα μέτρα, χρήσιμα και απαραίτητα όσο και αν είναι, δεν αντιμετωπίζουν το ριζικό πρόβλημα, την συνεχή αύξηση της ενεργειακής κατανάλωσης, αλλά μάλλον προσπαθούν να μειώσουν το ρυθμό αύξησης αυτής της κατανάλωσης.
Ψιλά γράμματα, θα σκεφτείτε. Νομίζω πώς όχι. Και αυτό γιατί στην σημερινή υπερκατανάλωση (ηλεκτρικής) ενέργειας φτάσαμε εξαιτίας της ακλόνητης πεποίθησής μας –ως κοινωνίας- ότι για κάθε «ανάγκη» μας, όσο μεγάλη, νέα, παράλογη ή σημαντική, θα υπάρχουν πάντα διαθέσιμοι πόροι. Δεν είναι τυχαίο ότι τα δελτία τύπου της καλής ΕΛΕΤΑΕΝ, της Ελληνικής Εταιρίας Αιολικής Ενέργειας, συνήθως συνοδεύονται από το υστερόγραφο, «Αιολική Ενέργεια, Καθαρή Ανεξάντλητη Ενέργεια, Ενέργεια για πάντα». Ακόμη και οι φυσικοί ανανεώσιμοι ενεργειακοί πόροι έχουν ένα (μεγάλο αλλά υπαρκτό) όριο. Ακόμα και αυτοί χρειάζονται υποδομές και έργα που θα επιτρέψουν την τιθάσευση και χρήση του δυναμικού τους. Ακόμα και αυτοί προκαλούν συγκεκριμένες περιβαλλοντικές οχλήσεις και δεν μπορούν να καλύψουν κάθε μας «ανάγκη».
Θα ήταν, λοιπόν, προτιμότερο να αφήσουμε πίσω μας την Προμηθεϊκή λογική του ‘για την κάλυψη κάθε ανάγκης υπάρχει ένας άπειρος φυσικός πόρος’ –ο οποίος στην πάροδο των αιώνων ονομαζόταν ξυλεία, κάρβουνο, πετρέλαιο, πυρηνική ενέργεια, και τώρα τελευταία ΑΠΕ- και τον οποίο 'θα εκμεταλλευτούμε με την κατάλληλη τεχνολογία', και να κατανοήσουμε ότι υπάρχουν συγκεκριμένα όρια. Με αυτό κατά νου πρέπει να επανασχεδιάσουμε μια ενεργειακή πολιτική η οποία θα καλύπτει ανάγκες (οι οποίες μένει να ορισθούν) και όχι χίμαιρες. Χίμαιρες οι οποίες μπορεί πολύ εύκολα να πάρουν την μορφή ‘όπου πλαγιά και φωτοβολταϊκό, όπου κορφή και αιολικό’.
[1] Eurostat (2007), Statistics in Focus: Environment and Energy, 80/2007, σ. 5, Πίνακας 5